διασκέψει

διασκέψει
διάσκεψις
inspection
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διασκέψεϊ , διάσκεψις
inspection
fem dat sg (epic)
διάσκεψις
inspection
fem dat sg (attic ionic)
διασκέπτομαι
fut ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προθεωρία — ἡ, ΜΑ [προθεωρός] πρόλογος, προοίμιο αρχ. 1. προκαταρκτική παρατήρηση και έρευνα («τῇ προθεωρίᾳ καὶ διασκέψει τῶν γενησομένων», Βασ.) 2. η προηγούμενη εξήγηση 3. πρόγνωση, πρόβλεψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”